κυπελλώνω

κυπελλώνω
κυπέλλωσα, κυπελλώθηκα, κυπελλωμένος, κάνω κυπέλλωση, αφαιρώ τον άργυρο και το χρυσό από τον ακάθαρτο μόλυβδο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυπελλώνω — [κύπελλο] (μεταλργ.) κάνω κυπέλλωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”